γαλα - γιδο
- γάλα
- γαλαδερφός
- Γαλάζιον
- γαλάζιος
- γαλαζοαίματος
- γαλαζόμαυρος
- γαλαζόπετρα
- γαλαζοπράσινος
- γαλάζος
- γαλαθηνός
- γαλακταγωγός
- γαλακτάλευρο(ν)
- γαλακτάλευρο(ν)
- γαλακτερά
- γαλακτερός
- γαλακτίας
- γαλακτίζω
- γαλακτικός
- γαλακτίνη
- γαλάκτισμα
- γαλακτισμός
- γαλακτίτης
- γαλακτοβιομηχανία
- γαλακτοβούτυρο(ν)
- γαλακτοβούτυρο(ν)
- γαλακτοβουτυρόμετρο(ν)
- γαλακτοβουτυρόμετρο(ν)
- γαλακτογόνος
- γαλακτοδίαιτα
- γαλακτοδοχείο(ν)
- γαλακτοδοχείο(ν)
- γαλακτοειδής
- γαλακτόζη
- γαλακτοζύγνο(ν)
- γαλακτοζύγνο(ν)
- γαλακτοθεραπεία
- γαλακτοκομείο(ν)
- γαλακτοκομείο(ν)
- γαλακτοκομία
- γαλακτοκομικός